Θεωρείται η ανταγωνιστική κολύμβηση προδιαθεσικός παράγοντας; Ποιός ο τρόπος αντιμετώπισής του;
Η επαγόμενη από άσκηση βρογχοσυστολή περιγράφει τη μεταβατική στένωση των αεραγωγών μετά από άσκηση, ένα φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά στους αθλητές αντοχής όπως είναι οι κολυμβητές οι οποίοι μπορεί να μην έχουν διάγνωση άσθματος ακόμη και αν έχουν κάποια αναπνευστικά συμπτώματα. Το ασκησιογενές άσθμα όπως αναφέρεται στην καθομιλουμένη είναι μια ξεχωριστή μορφή υπεραντιδραστικότητας των αεραγωγών που ορίζεται ως η τάση τους να συστέλλονται πιο εύκολα και περισσότερο ισχυρότερα από τους φυσιολογικούς ως απάντηση σε μια μεγάλη ποικιλία βρογχοσυσπαστικών ερεθισμάτων.
Πολλοί μηχανισμοί θεωρούνται ότι εμπλέκονται στο ασκησιογενές άσθμα. Ο υπεραερισμός κατά τη διάρκεια της άσκησης προκαλεί θέρμανση μεγάλου όγκου αέρα και γρήγορη υγροποίησή του που διέρχεται από τους αεραγωγούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας η απώλεια νερού μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωσή τους και μια επακόλουθη αύξηση της οσμωτικότητάς τους. Αυτό μπορεί να προκαλέσει απελευθέρωση φλεγμονωδών κυττάρων όπως η ισταμίνη και οι προσταγλαδίνες. Τα κύτταρα αυτά ενθαρρύνουν τη συστολή από λεπτές μυϊκές μάζες καθώς και το οίδημά τους. Εναλλακτικά η ψύξη των αεραγωγών επηρεάζει το βρογχικό αγγειακό σύστημα έτσι ώστε η ταχεία ανανέωσή τους μετά από άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε αντιδραστική υπεραιμία και οίδημά τους φαινόμενο που θα συνέχιζε να συμβάλλει στη στένωσή τους. Η άσκηση υψηλής έντασης μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη του άσθματος που προκαλείται από την άσκηση, τη βρογχοσυστολή και υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών. Οι κολυμβητές που ασκούνται σε χλωριωμένες πισίνες είναι επιρεπείς διότι ο ξηρός αέρας μπορεί να προκαλέσει επιθηλιακή βλάβη φλεγμονή και παρόμοια αναδιαμόρφωση με αυτή που παρατηρείται σε ασθματικούς αεραγωγούς. Οι ελίτ κολυμβητές που συμμετέχουν σε παγκόσμια πρωταθλήματα κολύμβησης και ολυμπιακούς αγώνες έχουν υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών σε ποσοστό 20% η οποία σχετίζεται περισσότερο με την αντοχή του κολυμπιού και όχι αναγκαστικά λόγω του χλωρίου της πισίνας. Ο βρογχόσπασμος που προκαλείται από την άσκηση είναι πιο συχνός μεταξύ των κολυμβητών από ότι στο γενικό πληθυσμό.
Η πρόωρη διάγνωση του ασκησιογενούς άσθματος σε έναν αθλητή κολύμβησης μπορεί να αποτρέψει τη μειωμένη απόδοση που μπορεί να προκύψει αν δεν ληφθούν προληπτικά μέτρα. Στους αθλητές αυτούς η διάγνωση μπορεί να γίνει με βάση ένα ιστορικό χαρακτηριστικών προτύπων αναπνευστικών συμπτωμάτων τα οποία έχουν κακή προγνωστική αξία. Μερικά από αυτά είναι η χρόνια ρινίτιδα, φτάρνισμα, ερεθισμένα ρινικά ιγμόρια, καταρροή, ρινική απόφραξη, ιγμορίτιδα, δυσκολία στην αναπνοή, αναπνευστικός συριγμός, βήχας και μη φυσιολογική σπιρομετρία. Δυστυχώς οι αθλητές αγνοούν ή δεν αναφέρουν αναπνευστικά συμπτώματα. Στόχοι της θεραπείας είναι η διατήρηση ελέγχου του άσθματος βελτιώνοντας την πνευμονική λειτουργία και προλαμβάνοντας παράγοντες κινδύνου για οξεία επεισόδια όπως οι παροξύνσεις. Σε αθλητές κολύμβησης υψηλού επιπέδου ελαχιστοποιώντας τις πιθανές βλαβερές συνέπειες της άσκησης για τη λειτουργία των αεραγωγών βοηθάμε στην άμεση επιστροφή τους στη βέλτιστη απόδοση.
Ένα αποτελεσματικό μέσο τροποποίησης της σοβαρότητας του ασκησιογενούς άσθματος σε συνδιασμό με παραδοσιακές φαρμακολογικές θεραπείες αποτελεί η αναπνευστική φυσικοθεραπεία μέσω της άσκησης των εισπνευστικών αναπνευστικών μυών. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου η αναπνευστική άσκηση μπορεί να έχει αντίκτυπο στο ασκησιογενές άσθμα είναι απλός. Αυξάνεται η διατομή του διαφράγματος και η αναλογία μυϊκών ινών τύπου ii στους μεσοπλεύριους μύες (επικουρικοί εισπνευστικοί μύες) με αποτέλεσμα αύξηση της εισπνευστικής μυϊκής δύναμης και αντοχής. Παράλληλα μειώνεται ο υπεραερισμός του πνεύμονα με επακόλουθη μείωση της δύσπνοιας. Αυτό οδηγεί σε μείωση της χρήσης των βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων αφού μειώνονται τα αναπνευστικά συμπτώματα. Επίσης παρατηρείται αύξηση της αναπνευστικής μυϊκής οικονομίας με μείωση του ρυθμού πρόσληψης οξυγόνου στους πνεύμονες. Η μειωμένη συγκέντρωση οξυγόνου σε ολόκληρο το σώμα κατά τη διάρκεια της άσκησης και ασυνήθιστα βαθιάς ή ταχείας αναπνοής αυξάνει την αντοχή στην άσκηση. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στη μεταβολική ζήτηση του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος ή σε μείωση της νευροκινητικής οδού του αναπνευστικού μυϊκού συστήματος.
Τα παραπάνω δεδομένα που αφορούν τους μηχανισμούς υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα της αναπνευστικής φυσικοθεραπείας ως στρατηγική διαχείρισης του ασκησιογενούς άσθματος που θα μπορούσε να μειώσει τη σοβαρότητα της νόσου και να αποτελέσει συμπληρωματική στρατηγική για τις παραδοσιακές θεραπείες. Επομένως απαιτείται ένα απλό και αποτελεσματικό πρωτόκολλο εφαρμογής της από αναπνευστικό φυσικοθεραπευτή το οποίο θα αναδείξει το σημαντικό του ρόλο σε ανταγωνιστικά αθλήματα όπως η κολύμβηση.